ζαγάρι

ζαγάρι
το (Μ ζαγάριον και ζαγάριν)
κυνηγετικό σκυλί
νεοελλ.
1. άνθρωπος αγροίκος, ευτελής
2. ζώο κατοικίδιο ή μικρό ζώο που ζει στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζαγάρ-ιον < αραβ. sakar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζαγάρι — το ιού (λ. αραβ.) 1. κυνηγετικό σκυλί. 2. βρισιά για τον χωρίς υπόληψη άνθρωπο, τον αλήτη: Αυτό το ζαγάρι δε θα το αφήσω να μπει στο σπίτι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαγαρογυρευτής — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + γυρευτής] …   Dictionary of Greek

  • ζαγαρτζής — και ζαγαριτζής, ο αυτός που γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + κατάλ. τζης (πρβλ. καφε τζής, σουβλα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ζαγαρόσκυλος — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + σκύλος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροζάγαρος — κοπροζάγαρος, ὁ (Μ) κοπρόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. αρος, πρβλ. παίδ αρος, σκύλ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • παλιοζαγάρι — το παλιόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιό) + ζαγάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”